- εὐκατακράτητος
- εὐκατα-κράτητος [κρᾰ], ον,A easy to hold or defend, Plb.4.56.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατακράτητος — εὐκατακράτητος, ον (Α) αυτός που προφυλάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα κρατητος (< κατα κρατώ), πρβλ. α κατα κράτητος] … Dictionary of Greek
εὐκατακράτητον — εὐκατακράτητος easy to hold masc/fem acc sg εὐκατακράτητος easy to hold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)